- φουσέκι
- το, Νβλ. φισέκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φουσέκι — το βλ. φισέκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φισέκι — και φυσέκι και φουσέκι, το, Ν 1. φυσίγγιο 2. (μτφ. με αισχρή σημ.) συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fisek] … Dictionary of Greek
σκαρμούτσο — το (λ. ιταλ.), κύλινδρος μεταλλικών νομισμάτων, φουσέκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)